Φωκαέων

Φωκαέων
Φωκᾱέων , Φωκαιεύς
Phocaea
masc gen pl (attic)
Φωκᾱέω̆ν , Φωκαιεύς
Phocaea
masc gen pl (attic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • Δελφοί — Ορεινή κωμόπολη (υψόμ. 580 μ., 2.373 κάτ.) στην πρώην επαρχία Παρνασσίδος του νομού Φωκίδος. Βρίσκεται στις νότιες πλαγιές του Παρνασσού, 21 χλμ. ΝΑ της Άμφισσας. Αποτελεί έδρα του ομώνυμου δήμου. Ο σημερινός οικισμός διαδέχτηκε τον παλαιότερο… …   Dictionary of Greek

  • αλαλία — Αρχαία ελληνική πόλη (λεγόταν και Αλαλίη και αργότερα Αλερία) στην ανατολική ακτή της Κορσικής, αποικία των Φωκαέων (565 π.Χ.). Βλ. λ. Αλερία. Ναυμαχία της Α. Μία από τις σημαντικότερες ναυμαχίες της αρχαιότητας, στη Μεσόγειο. Έγινε το 540 π.Χ.… …   Dictionary of Greek

  • Άγυλλα — Αρχαία πόλη της Τυρρηνίας στην Ετρουρία, 30 χλμ. ΒΔ της Ρώμης. Ήταν αποικία των Θεσσαλών Πελασγών και αναφέρεται από τον Στράβωνα και τον Ηρόδοτο, που λέει (Α 167) πως οι Αγυλλαίοι, μετά τη ναυμαχία εναντίον των Φωκαέων (6ος αι. π.Χ.),… …   Dictionary of Greek

  • Αντίοχος — I Όνομα βασιλιάδων της Συρίας, από το γένος των Σελευκιδών. 1. Α. Α’ ο Σωτήρ (325/4 – 262/1 π.Χ.). Γιος του Σέλευκου και της Απάμας. Το 294 τον διόρισε o πατέρας του συμβασιλέα και διοικητή των σατραπειών που βρίσκονταν πέρα από τον Ευφράτη. Μετά …   Dictionary of Greek

  • PARASEMA — Graece παράσημα, navis insignia, aliter ἐπίσημα. Dicebatur autem parasemen, animalis alicuius προτομὴ supra rostrum navis in prora effigiata, inter προεμβολίδα, h. e. partem eminentem in prora et ἔμβολον, rostrum, unde tota nomen accipiebat: uti… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • επίστροφος — Όνομα μυθολογικών προσώπων. 1. Γιος του Ιφίτου. Ο Όμηρος αναφέρει πως έλαβε μέρος με 40 πλοία των Φωκαέων στην εκστρατεία της Τροίας. 2. Γιος του Μακιστέα. Ήταν σύμμαχος των Τρώων, επικεφαλής των Αλιζώνων ή Αλαζώνων. 3. Γιος του Εύηνου, αδελφός… …   Dictionary of Greek

  • ημεροσκοπείον — Αποικιακή εγκατάσταση των αρχαίων Φωκαέων στην ανατολική ακτή της Ιβηρικής χερσονήσου, ΒΔ από το ακρωτήριο Νάο. Ήταν μικρός οικισμός που, όπως φαίνεται από την ονομασία του, τον χρησιμοποιούσαν ως παρατηρητήριο. Στην περιοχή του υπήρχε ιερό της… …   Dictionary of Greek

  • λυκόφρων — I Μυθολογικό πρόσωπο. Ήταν γιος του Μήστορος και καταγόταν από τα Κύθηρα. Η μυθολογική παράδοση αναφέρει ότι έφυγε από την πατρίδα του, επειδή είχε διαπράξει φόνο και πήγε να πολεμήσει στην Τροία υπό την αρχηγία του Αίαντα του Τελαμώνιου, αλλά… …   Dictionary of Greek

  • φωκαϊκός — ή, ό / φωκαϊκός, ή, όν, ΝΑ [Φώκαια] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη Φώκαια, αρχαία πόλη τής Μικράς Ασίας, ή αυτός που προέρχεται από αυτήν την πόλη αρχ. το θηλ. ως ουσ. ἡ Φωκαϊκή η χώρα τών Φωκαέων, η Φώκαια …   Dictionary of Greek

  • Άγδη — (Αgde). Μικρή παραλιακή πόλη (20.300 κάτ. το 2002) της νότιας Γαλλίας, στην εκβολή του ποταμού Ερό. Η Α. ήταν αποικία των Φωκαέων, που έχτισαν προηγουμένως τη σημερινή Μασσαλία. Το όνομα Α. σημαίνει αγαθή τύχη. Η πόλη αναπτύχθηκε με γοργό ρυθμό… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”